- ἑπτάκλινος
- ἑπτάκλῑνος , ἑπτάκλινοςwith seven couchesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάκλινος — ἑπτάκλινος, ον (Α) [κλίνη] αυτός που έχει επτά κλίνες ή ανάκλιντρα (α. «οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν. β. «κοιτών ἑπτάκλινος», Καλλίξ.) 2. φρ. «θές ἑπτάκλινον» τοποθέτησε καθίσματα για εφτά 3. μέτρο εμβαδού … Dictionary of Greek
ἑπτάκλινον — ἑπτάκλῑνον , ἑπτάκλινος with seven couches masc/fem acc sg ἑπτάκλῑνον , ἑπτάκλινος with seven couches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
ἑπτάκλινα — ἑπτάκλῑνα , ἑπτάκλινος with seven couches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάκλινοι — ἑπτάκλῑνοι , ἑπτάκλινος with seven couches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)